πολυθρέμματος

πολυθρέμματος
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονα βοσκήματα, αυτός που τρέφει πολλά ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θρεμματος (< θ. θρεπ- τού ἔθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. φιλο-θρέμματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυθρέμματος — rich in cattle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρέμματον — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem acc sg πολυθρέμματος rich in cattle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρεμμάτου — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρεμμάτῳ — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρέμματοι — πολυθρέμματος rich in cattle masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”